Εφοριακό Συμβούλιο
Πρόεδρος
Αποστολή
Δομή & Οργανόγραμμα
Νομοθεσία
Νόμοι
Κανονισμοί
Τροποποιήσεις
Έντυπα
Αιτήσεις
Ενημερωτικά Φυλλάδια
Αποφάσεις
Επικοινωνία
Ενημερωτικά Φυλλάδια
Αρχική Σελίδα
/ Έντυπα / Ενημερωτικά Φυλλάδια
ΕΦΟΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Η διαδικασία νομοθετικής ρύθμισης της καθίδρυσης του Εφοριακού Συμβουλίου άρχισε το 1987.
Η πορεία ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατέστησε πλέον επιτακτική την ανάγκη εναρμόνισης της νομοθεσίας μας με το κοινοτικό κεκτημένο, δεδομένου ότι ανάλογα σώματα λειτουργούν ήδη σε πλείστες χώρες – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ίδρυση και λειτουργία του Εφοριακού Συμβουλίου βασίζεται στον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Τροποποιητικό) Νόμο του 1999 [Ν.80(Ι)/99], καθώς επίσης και στους περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμούς του 1999 (Κ.Δ.Π 139/99).
Το Εφοριακό Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο ο οποίος έχει και τη γενική διεύθυνση του Συμβουλίου και τέσσερα άλλα μέλη. Στελεχώνεται δε με δημόσιους λειτουργούς. Το Συμβούλιο στεγάζεται στη Γωνία Απελλή και Παύλου Νιρβάνα, 1ος Όροφος, 1496, Λευκωσία.
Το Εφοριακό Συμβούλιο είναι ένα ανεξάρτητο σώμα και δεν αποτελεί μέρος του Τμήματος Φορολογίας. Βασική αρμοδιότητά του είναι ο εξωδικαστικός έλεγχος των αποφάσεων του Εφόρου Φορολογίας.
Δικαίωμα προσφυγής στο Εφοριακό Συμβούλιο έχει οποιοδήποτε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από τη φορολογία που του επιβλήθηκε και απέτυχε να έλθει σε συμφωνία με το Διευθυντή, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20(5) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1999 [Ν.4/78 εως 80(Ι)/99].
Το Εφοριακό Συμβούλιο έχει αρμοδιότητα εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών εναντίον αποφάσεων του Εφόρου Φορολογίας, που λαμβάνονται δυνάμει των πιο κάτω Νομοθεσιών:
(α) Ο περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος (Νόμος 58/61 όπως τροποποιήθηκε).
(β) Ο περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος 118(1)2002 όπως τροποποιήθηκε.
(γ) Ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1978 (Νόμος 4/78 όπως τροποποιήθηκε).
(δ) Οι περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμοι του 1974 μέχρι 1990 (ισχύς μέχρι 30.6.1992).
(ε) Ο περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος του 1985 (Νόμος 5/85 όπως τροποποιήθηκε).
(στ) Ο περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος 117(1)2002 όπως τροποποιήθηκε.
(ζ) Ο περί Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμος του 1980 (Νόμος 24/80 όπως τροποποιήθηκε).
(η) Ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμος του 1980 (Νόμος 52/80 όπως τροποποιήθηκε).
(θ) Ο περί ΦΠΑ Νόμος (Νόμος 95(1)2000 όπως τροποποιήθηκε)
Η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής στο Εφοριακό Συμβούλιο θα πρέπει να γίνεται από τον αιτητή μέσα σε περίοδο
σαράντα πέντε (45)
ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης σ’ αυτόν της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας, με συστημένη επιστολή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του ή της επίδοσης της σ’ αυτόν.
Νοείται ότι, ιεραρχική προσφυγή καταχωρείται εναντίον τελικής απόφασης του Εφόρου μετά από απορριφθείσα ένσταση, η οποία λήφθηκε μετά τις 2 Ιανουαρίου, 2000 και εφόσον ο αιτητής δεν έχει ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Νοείται επίσης ότι, το Εφοριακό Συμβούλιο μπορεί να παρατείνει για εύλογο χρόνο την περίοδο των σαράντα πέντε ημερών, αν ικανοποιηθεί ύστερα από γραπτή αίτηση του αιτητή που θα πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη δικαιολογητικά στοιχεία, ότι η μη έγκαιρη καταχώριση της ιεραρχικής προσφυγής οφείλεται σε απουσία του αιτητή από τη Δημοκρατία, σε ασθένεια του ή σε άλλη εύλογη αιτία.
΄Εντυπα για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής θα διατίθενται στα Γραφεία του Εφοριακού Συμβουλίου. Ο αιτητής, αφού συμπληρώσει το σχετικό έντυπο, θα πρέπει να αποστέλλει τούτο με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση του Εφοριακού Συμβουλίου ή να καταθέτει τούτο στα γραφεία του Εφοριακού Συμβουλίου.
Απαραίτητη προυπόθεση για να επιληφθεί το Εφοριακό Συμβούλιο της ιεραρχικής προσφυγής είναι:
(α) Η καταβολή από τον αιτητή του μή αμφισβητούμενου μέρους του φόρου, εφόσον του ζητηθεί από τον Έφορο, ή η διευθέτηση για την αποπληρωμή του προς πλήρη ικανοποίηση του Εφόρου
(β) η προσκόμιση ικανοποιητικής εγγύησης για την καταβολή του φόρου, σε περίπτωση επικύρωσης της απόφασης του Εφόρου στο σύνολο ή μερικώς, αν το Συμβούλιο έχει λόγους να πιστεύει ότι το ποσό του αντικειμένου του φόρου, όπως έχει καθορισθεί από τον Έφορο, δυνατό να μην εισπραχθεί.
Το Εφοριακό Συμβούλιο:
(α) Μετά τη λήψη της σχετικής έκθεσης και οποιωνδήποτε αναγκαίων στοιχείων από τον Έφορο Φορολογίας, ορίζει ημερομηνία ακρόασης της προσφυγής και καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη όπως παρουσιαστούν ενώπιόν του και εκθέσουν τις απόψεις τους.
Εξαίρεση του πιο πάνω κανόνα είναι η δυνατότητα που παρέχεται στο Εφοριακό Συμβούλιο να εξετάζει συνοπτικά και να απορρίπτει, χωρίς να καλεί για ακρόαση τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιεραρχικές προσφυγές που κρίνονται αβάσιμες.
Νοείται ότι, ούτε ο Έφορος ούτε ο αιτητής έχουν το δικαίωμα κατά την ακρόαση της προσφυγής να παρουσιάσουν λόγους ή στοιχεία που δεν είχαν προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης του αιτητή από τον Έφορο, εκτός αν τέτοια στοιχεία εξ αποδεδειγμένων λόγων αντικειμενικής αδυναμίας δεν ήταν δυνατό να προσκομιστούν από τον αιτητή στο εν λόγω στάδιο ή να αποκαλυφθούν με την υπό τις περιστάσεις διεξαχθείσα από τον Έφορο λογική έρευνα.
(β) Ολοκληρώνει το ταχύτερο δυνατό την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής και εκδίδει την απόφασή του το αργότερο σε ένα χρόνο από την υποβολή της.
Το βάρος της απόδειξης, ότι η φορολογία για την οποία ασκείται ιεραρχική προσφυγή είναι υπερβολική, φέρει ο αιτητής, ο οποίος μπορεί να παρίσταται στην ακρόαση της προσφυγής αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο.
Ο έλεγχος που ασκεί το Εφοριακό Συμβούλιο δεν είναι μόνο ακυρωτικός, αλλά και έλεγχος ουσίας.
Μετά την περάτωση της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, το Εφοριακό Συμβούλιο εκδίδοντας την απόφασή του, δύναται:
(α) Να ακυρώσει ή να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση του Εφόρου,
(β) να τροποποιήσει την απόφαση του Εφόρου,
(γ) να εκδώσει νέα απόφαση σε αντικατάσταση της απόφασης του Εφόρου,
(δ) να παραπέμψει την υπόθεση στον Έφορο με οδηγίες να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες.
Το Εφοριακό Συμβούλιο έχει τη διακριτική εξουσία να διατάσσει την καταβολή όλων η μέρους των εξόδων της προσφυγής, εφόσον το κρίνει σκόπιμο.
Σε περίπτωση που ο αιτητής δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου, διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο Δοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Σε περίπτωση που ο αιτητής ικανοποιηθεί από την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου, δεν έχει δικαίωμα ο Έφορος Φορολογίας να ασκήσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο.
Back To Top